(Το άρθρο δημοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 2002 σε επιστημονικό περιοδικό. Η παρούσα ανάρτηση περιέχει κάποιες τροποποιήσεις)
Το μοναστήρι της Άνω Ξενιάς βρίσκεται στο όρος Όθρυς, στα νότια όρια του νομού Μαγνησίας, ανάμεσα στα χωριά Κοκκωτοί και Βρύναινα της επαρχίας Αλμυρού. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αγνοούν την ύπαρξή του, ενώ πολλοί το συγχέουν με το γνωστό μοναστήρι της Κάτω Ξενιάς, που βρίσκεται κοντά στην Εθνική Οδό. Το παλιό, το πρώτο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς, για να το δεις πρέπει ν’ ανηφορήσεις το βουνό και να διασχίσεις το πυκνό παρθένο δάσος, οδηγούμενος από το στενό δρόμο που ενώνει τα δύο χωριά.
Πέρα όμως από την ομορφιά της φύσης, που έχει την χάρη και την ιδιαιτερότητα να κερδίζει τον θεατή με την εναλλαγή των χρωμάτων καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, αυτό που αποζημιώνει πλήρως την καρδιά του επισκέπτη είναι η παρουσία του παλαιού Καθολικού, του κεντρικού δηλαδή ναού της μονής, με τις θαυμάσιες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Γιατί αποτελεί ένα μνημείο πίστης και τέχνης, ένα κομμάτι της ιστορίας της Μαγνησίας που χάνεται στα βάθη των αιώνων και ταυτόχρονα παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα.
Το καθολικό είναι το μόνο παλαιό κτίριο της μονής. Τα υπόλοιπα καταστράφηκαν από τους Ιταλούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο χρόνος ίδρυσης της μονής, σύμφωνα με κάποιες γραπτές μαρτυρίες, ενδέχεται να είναι περί τα μέσα του 7ου αι. Το καθολικό, στη σημερινή του μορφή προδίδει μια ιστορία που ξεπερνά τα χίλια χρόνια, όπως συμπεραίνεται από την μελέτη αρκετών επιμέρους στοιχείων του: κάτοψη, τμήματα της πρώτης τοιχοποιίας και μαρμάρινα γλυπτά.
Αρχιτεκτονική
Ο ναός είναι εξωτερικά λιτός, με επίπεδους τοίχους και τρεις κόγχες στα ανατολικά. Στα δυτικά ένας ξυλόστεγος εξωνάρθηκας προφυλάσσει την είσοδό του και τις τοιχογραφίες του εξωτερικού δυτικού τοίχου. Το εσωτερικό του χωρίζεται στον κυρίως ναό, στο ιερό βήμα και τον στενόμακρο νάρθηκα. Ο νάρθηκας (ή λιτή) συνδέεται με τον κυρίως ναό με τρεις θύρες, μία στο κέντρο και δύο πλευρικές. Κατά την τουρκοκρατία το αριστερό μέρος του κλείστηκε με έναν εγκάρσιο τοίχο και αποτέλεσε το Κρυφό Σχολειό. Τέσσερις κίονες στο κέντρο του κυρίως ναού συγκρατούν το σύστημα των τόξων που βαστάζει την ξύλινη οροφή, η οποία έχει αντικαταστήσει τους τρούλους, πέντε κατά την παράδοση, που παλιότερα στέγαζαν το οικοδόμημα.
Από την κάτοψη του ναού και την διάταξη των τόξων φαίνεται ότι ο ναός ανήκει στον ρυθμό του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, ρυθμό ιδιαίτερα αγαπητό στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο και τον 10ο αι. Δείγματα τέτοιων ναών της «κωνσταντινουπολίτικης σχολής» συναντάμε στην Ελλάδα μόνο σε μοναστήρια που χτίστηκαν από βυζαντινούς αυτοκράτορες, με αρτιότερα δείγματα το καθολικό της μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος και το ναό της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά στη Λιβαδειά. Με τον τελευταίο μάλιστα ναό, η ομοιότητα του σχεδίου της κάτοψης και οι ίδιες διαστάσεις οδηγούν στην υποψία ότι και στα δύο μνημεία ίσως χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια σχέδια, αν όχι και οι ίδιοι πρωτομάστορες.
Οι κόγχες του ιερού βήματος, ημικυκλικές στο εσωτερικό, στην εξωτερική τους όψη είναι τρίπλευρες οι οι δύο μικρότερες και πεντάπλευρη η μεσαία
Στον βόρειο τοίχο του ναού σώζονται λείψανα της πρώτης τοιχοποιίας, η οποία ακολουθεί το ισόδομο πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Είναι και αυτό ένα στοιχείο αρχαϊκότητας, που συναντάμε από τον 9ο αι σε ναούς της Καστοριάς, αλλά και αργότερα στην Παναγία Σκριπού στη Βοιωτία και στο ναό της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά. Οι άλλοι τοίχοι του ναού έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους επισκευαστεί, ύστερα από την καταστροφή της μονής από τους Σταυροφόρους στα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Γλυπτά
Ο ναός στην πρώτη του μορφή είχε περίτεχνη μαρμάρινη διακόσμηση. Από τον μεγάλο αριθμό των γλυπτών που σώζονται μέχρι σήμερα, μόνο οι δύο από τους κίονες στο εσωτερικό του κυρίως ναού βρίσκονται στην αρχική τους θέση, μαζί με τα κιονόκρανα που τους επιστέφουν. Άλλα μέλη βρίσκονται σε δεύτερη χρήση, όπως π.χ. το υπέρθυρο της εισόδου και οι δύο κίονες του κυρίως ναού, ενώ πολλά φυλάσσονται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον αύλιο χώρο της μονής.
Το υπέρθυρο της εισόδου είναι ένα εξαίρετο δείγμα γλυπτικής, διακοσμημένο με έντονα προεξέχοντα «κομβία» που αναπαριστούν σχηματοποιημένα άνθη, ενώ στον ενδιάμεσο χώρο αναπτύσσεται το γνωστό ως «μικρασιάτικο θέμα», αποτελούμενο από μικρά ανθέμια που περικλείονται από μικρούς κιονίσκους και τόξα.
Σημαντικά επίσης είναι και τα δύο μεγάλα μαρμάρινα θωράκια του τέμπλου, που σήμερα βρίσκονται στον εξωνάρθηκα του καθολικού, διακοσμημένα με σταυρούς και γεωμετρικά σχέδια, στοιχεία δανεισμένα από τον διάκοσμο βυζαντινών ναών, όπως η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη και οι Βασιλικές της γειτονικής Ν. Αγχιάλου. Τα θωράκια αυτά, οι δύο κίονες και τμήματα του επιστυλίου, μας επιτρέπουν να αναπαραστήσουμε την όψη του μαρμάρινου τέμπλου που στους πρώτους αιώνες κοσμούσε το ναό. Τα επιστύλια κοσμούνται σε όλο το μήκος τους από φτερωτά ανθέμια που εναλλάσσονται με αρχαιοελληνικά πεντάφυλλα, ενώ στο κέντρο διακόπτονται από βυζαντινούς σταυρούς.
Το θεματολόγιο του γλυπτού διακόσμου, αλλά και η εξαίρετη ποιότητα της εκτέλεσης του έργου σε όλα σχεδόν τα γλυπτά που υπάρχουν εδώ, συναντώνται σε μονές της Κωνσταντινούπολης του 10ου αι, καθώς επίσης στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου και στη μονή του Οσίου Λουκά, μνημεία και αυτά του τέλους του 10ου αι. Έπειτα από αυτή τη σύγκριση μπορούμε να εντάξουμε και τα γλυπτά του καθολικού της μονής Άνω Ξενιάς στην ίδια χρονική περίοδο, από τα μέσα του 10ου μέχρι τις αρχές του 11ου αι.
Σημαντικά επίσης είναι και τα τμήματα ανάγλυφων πλακών σαρκοφάγων, που ανάγονται από τον 10ο μέχρι τον 13ο αι. Μία από αυτές σώζεται ολόκληρη, μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 10ου αι και είναι διακοσμημένη με σταυρό που από την βάση του ξεπηδούν φυλλοφόροι βλαστοί.
Τοιχογραφίες
Σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας του καθολικού της Άνω Ξενιάς αποτελεί και ο ζωγραφικός του διάκοσμος. Πρόκειται για ένα μεγάλο σύνολο παραστάσεων και αγίων που εκτυλίσσεται στον κυρίως ναό και το ιερό βήμα (ο νάρθηκας δεν έχει τοιχογραφίες), ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τις τριακόσιες, παρά το σχετικά μικρό χώρο που είχε στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης.
Το θεματολόγιο εκτυλίσσεται σε επάλληλες ζώνες. Στη χαμηλότερη ολόσωμοι άγιοι, πιο πάνω άγιοι σε προτομή μέσα σε κυκλικά πλαίσια (μετάλλια), ψηλότερα οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου και στην τελευταία ζώνη σκηνές από τη ζωή και το πάθος του Χριστού. Τα τόξα καλύπτονται από μαρτύρια αγίων, το ιερό βήμα από ιεράρχες και παραστάσεις σχετικές με τη Θεία Λειτουργία, ενώ στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού δεσπόζει η μεγάλη σύνθεση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Μία επιγραφή, πάνω από την θύρα που οδηγεί στον κυρίως ναό, μας πληροφορεί ότι ο ναός αγιογραφήθηκε το 1663 από τον «ζωγράφο» Ιωάννη «διά συνδρομής και δαπάνης και μόχθου» δύο ιερομονάχων της μονής, του Ηγουμένου Μαξίμου και του Προηγουμένου Κωνσταντίου.
Το σύνολο των τοιχογραφιών, που ακολουθεί τα πρότυπα της Κρητικής σχολής με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Θεοφάνη, διακρίνεται για την καθαρότητα και αρτιότητα του σχεδίου, την διαύγεια των χρωμάτων, την σταθερότητα και σιγουριά του καλλιτέχνη στην εκτέλεση του έργου του. Αν συγκρίνουμε τις τοιχογραφίες αυτές με άλλες σύγχρονές τους στη Θεσσαλία, διαπιστώνουμε ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους, που παρουσιάζουν μεγάλες αδυναμίες και στο σχέδιο και στην απόδοση των χρωμάτων, ο Ιωάννης διατηρεί μια ποιότητα που προσιδιάζει στους μεγάλους ζωγράφους της Κρητικής σχολής, που τον κατατάσσει στους σημαντικότερους ζωγράφους της εποχής του.
Άλλο σημαντικό έργο του Ιωάννη είναι οι τοιχογραφίες στην μονή Ρεντίνας στην Καρδίτσα, που αγιογραφήθηκαν ένα χρόνο πριν έρθει να δουλέψει στην Ξενιά.
Τον δυτικό εξωτερικό τοίχο του καθολικού καλύπτει η μεγάλη σύνθεση που παριστά την Δευτέρα Παρουσία. Είναι και αυτή εξαίρετο δείγμα της μνημειακής ζωγραφικής, φιλοτεχνημένη νωρίτερα από τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού, στο δεύτερο μισό του 16ου αι.
Σημερινή κατάσταση
Το Καθολικόν της μονής Άνω Ξενιάς διατηρείται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Ύστερα από τις καταστροφές που προξένησε ο σεισμός του 1980 και χάρη στην πρωτοβουλία και το ενδιαφέρον του Ηγουμένου της Αρχιμ. Νεκταρίου Ντόβα (τον Οκτώβριο του 2002 εξελέγη Μητροπολίτης Κερκύρας), με δαπάνες της μονής και με την επίβλεψη της Ζ΄ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων όλες οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και οι τοιχογραφίες συντηρήθηκαν. Με τον τρόπο αυτό δεν διασώθηκε απλά ένα μνημείο με ιστορική, καλλιτεχνική και αρχαιολογική αξία, αφού αποτελεί βυζαντινό κτίσμα του τέλους του 10ου αι. με εξαίρετες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του 17ου αι., αλλά παραμένει χώρος ζωντανός, αφιερωμένος στην λατρεία του Θεού, και συνεχίζει να εκτελεί την αποστολή του, να συνδέει τα γήινα με τα ουράνια και πνευματικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)
- Βελέτζας Χερουβείμ, Αρχιμανδρίτης: Το μοναστήρι της Άνω Ξενιάς, έκδ. Ι. Μ. Άνω Ξενιάς, Βόλος, 2000.
- Βοκοτόπουλος Παναγιώτης: Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Βυζαντινά Μνημεία 2, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1975.
- Γιαννόπουλος Νικόλαος: Η Ιερά Μονή Ξενιάς εν Θεσσαλία, Θεσσαλικά Χρονικά, Δ΄ (1934), σ. 64-85.
- Delvoye Charles: Βυζαντινή Τέχνη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1991.
- Krautheimer Richard: Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Φανή Μαλλούχου – Τουφάνο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991.
- Μουτσόπουλος Ν. Κ.: Εκκλησίες της Καστοριάς, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992.
- Μπούρα Λασκαρίνα: Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980.
- Παζαράς Θεοχάρης: Τα βυζαντινά γλυπτά του Καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου, Θεσσαλονίκη 1999.
- Παζαράς Θεοχάρης: Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, έκδ. Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1988.
- Χατζηδάκης Μανόλης: Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), Αθήνα, 1987.
__________________
*ο Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας είναι αδελφός της Ι. Μ. Άνω Ξενιάς, πτυχιούχος Θεολογίας και κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Χριστιανική Αρχαιολογία και Τέχνη.
Το μοναστήρι της Άνω Ξενιάς βρίσκεται στο όρος Όθρυς, στα νότια όρια του νομού Μαγνησίας, ανάμεσα στα χωριά Κοκκωτοί και Βρύναινα της επαρχίας Αλμυρού. Δεν είναι λίγοι αυτοί που αγνοούν την ύπαρξή του, ενώ πολλοί το συγχέουν με το γνωστό μοναστήρι της Κάτω Ξενιάς, που βρίσκεται κοντά στην Εθνική Οδό. Το παλιό, το πρώτο μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς, για να το δεις πρέπει ν’ ανηφορήσεις το βουνό και να διασχίσεις το πυκνό παρθένο δάσος, οδηγούμενος από το στενό δρόμο που ενώνει τα δύο χωριά.
Πέρα όμως από την ομορφιά της φύσης, που έχει την χάρη και την ιδιαιτερότητα να κερδίζει τον θεατή με την εναλλαγή των χρωμάτων καθώς οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, αυτό που αποζημιώνει πλήρως την καρδιά του επισκέπτη είναι η παρουσία του παλαιού Καθολικού, του κεντρικού δηλαδή ναού της μονής, με τις θαυμάσιες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Γιατί αποτελεί ένα μνημείο πίστης και τέχνης, ένα κομμάτι της ιστορίας της Μαγνησίας που χάνεται στα βάθη των αιώνων και ταυτόχρονα παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα.
Το καθολικό είναι το μόνο παλαιό κτίριο της μονής. Τα υπόλοιπα καταστράφηκαν από τους Ιταλούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο χρόνος ίδρυσης της μονής, σύμφωνα με κάποιες γραπτές μαρτυρίες, ενδέχεται να είναι περί τα μέσα του 7ου αι. Το καθολικό, στη σημερινή του μορφή προδίδει μια ιστορία που ξεπερνά τα χίλια χρόνια, όπως συμπεραίνεται από την μελέτη αρκετών επιμέρους στοιχείων του: κάτοψη, τμήματα της πρώτης τοιχοποιίας και μαρμάρινα γλυπτά.
Αρχιτεκτονική
Ο ναός είναι εξωτερικά λιτός, με επίπεδους τοίχους και τρεις κόγχες στα ανατολικά. Στα δυτικά ένας ξυλόστεγος εξωνάρθηκας προφυλάσσει την είσοδό του και τις τοιχογραφίες του εξωτερικού δυτικού τοίχου. Το εσωτερικό του χωρίζεται στον κυρίως ναό, στο ιερό βήμα και τον στενόμακρο νάρθηκα. Ο νάρθηκας (ή λιτή) συνδέεται με τον κυρίως ναό με τρεις θύρες, μία στο κέντρο και δύο πλευρικές. Κατά την τουρκοκρατία το αριστερό μέρος του κλείστηκε με έναν εγκάρσιο τοίχο και αποτέλεσε το Κρυφό Σχολειό. Τέσσερις κίονες στο κέντρο του κυρίως ναού συγκρατούν το σύστημα των τόξων που βαστάζει την ξύλινη οροφή, η οποία έχει αντικαταστήσει τους τρούλους, πέντε κατά την παράδοση, που παλιότερα στέγαζαν το οικοδόμημα.
Από την κάτοψη του ναού και την διάταξη των τόξων φαίνεται ότι ο ναός ανήκει στον ρυθμό του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, ρυθμό ιδιαίτερα αγαπητό στην Κωνσταντινούπολη τον 9ο και τον 10ο αι. Δείγματα τέτοιων ναών της «κωνσταντινουπολίτικης σχολής» συναντάμε στην Ελλάδα μόνο σε μοναστήρια που χτίστηκαν από βυζαντινούς αυτοκράτορες, με αρτιότερα δείγματα το καθολικό της μονής Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος και το ναό της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά στη Λιβαδειά. Με τον τελευταίο μάλιστα ναό, η ομοιότητα του σχεδίου της κάτοψης και οι ίδιες διαστάσεις οδηγούν στην υποψία ότι και στα δύο μνημεία ίσως χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια σχέδια, αν όχι και οι ίδιοι πρωτομάστορες.
Οι κόγχες του ιερού βήματος, ημικυκλικές στο εσωτερικό, στην εξωτερική τους όψη είναι τρίπλευρες οι οι δύο μικρότερες και πεντάπλευρη η μεσαία
Στον βόρειο τοίχο του ναού σώζονται λείψανα της πρώτης τοιχοποιίας, η οποία ακολουθεί το ισόδομο πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Είναι και αυτό ένα στοιχείο αρχαϊκότητας, που συναντάμε από τον 9ο αι σε ναούς της Καστοριάς, αλλά και αργότερα στην Παναγία Σκριπού στη Βοιωτία και στο ναό της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά. Οι άλλοι τοίχοι του ναού έχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους επισκευαστεί, ύστερα από την καταστροφή της μονής από τους Σταυροφόρους στα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Γλυπτά
Ο ναός στην πρώτη του μορφή είχε περίτεχνη μαρμάρινη διακόσμηση. Από τον μεγάλο αριθμό των γλυπτών που σώζονται μέχρι σήμερα, μόνο οι δύο από τους κίονες στο εσωτερικό του κυρίως ναού βρίσκονται στην αρχική τους θέση, μαζί με τα κιονόκρανα που τους επιστέφουν. Άλλα μέλη βρίσκονται σε δεύτερη χρήση, όπως π.χ. το υπέρθυρο της εισόδου και οι δύο κίονες του κυρίως ναού, ενώ πολλά φυλάσσονται σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον αύλιο χώρο της μονής.
Το υπέρθυρο της εισόδου είναι ένα εξαίρετο δείγμα γλυπτικής, διακοσμημένο με έντονα προεξέχοντα «κομβία» που αναπαριστούν σχηματοποιημένα άνθη, ενώ στον ενδιάμεσο χώρο αναπτύσσεται το γνωστό ως «μικρασιάτικο θέμα», αποτελούμενο από μικρά ανθέμια που περικλείονται από μικρούς κιονίσκους και τόξα.
Σημαντικά επίσης είναι και τα δύο μεγάλα μαρμάρινα θωράκια του τέμπλου, που σήμερα βρίσκονται στον εξωνάρθηκα του καθολικού, διακοσμημένα με σταυρούς και γεωμετρικά σχέδια, στοιχεία δανεισμένα από τον διάκοσμο βυζαντινών ναών, όπως η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη και οι Βασιλικές της γειτονικής Ν. Αγχιάλου. Τα θωράκια αυτά, οι δύο κίονες και τμήματα του επιστυλίου, μας επιτρέπουν να αναπαραστήσουμε την όψη του μαρμάρινου τέμπλου που στους πρώτους αιώνες κοσμούσε το ναό. Τα επιστύλια κοσμούνται σε όλο το μήκος τους από φτερωτά ανθέμια που εναλλάσσονται με αρχαιοελληνικά πεντάφυλλα, ενώ στο κέντρο διακόπτονται από βυζαντινούς σταυρούς.
Το θεματολόγιο του γλυπτού διακόσμου, αλλά και η εξαίρετη ποιότητα της εκτέλεσης του έργου σε όλα σχεδόν τα γλυπτά που υπάρχουν εδώ, συναντώνται σε μονές της Κωνσταντινούπολης του 10ου αι, καθώς επίσης στο καθολικό της μονής Βατοπεδίου και στη μονή του Οσίου Λουκά, μνημεία και αυτά του τέλους του 10ου αι. Έπειτα από αυτή τη σύγκριση μπορούμε να εντάξουμε και τα γλυπτά του καθολικού της μονής Άνω Ξενιάς στην ίδια χρονική περίοδο, από τα μέσα του 10ου μέχρι τις αρχές του 11ου αι.
Σημαντικά επίσης είναι και τα τμήματα ανάγλυφων πλακών σαρκοφάγων, που ανάγονται από τον 10ο μέχρι τον 13ο αι. Μία από αυτές σώζεται ολόκληρη, μπορεί να χρονολογηθεί στα τέλη του 10ου αι και είναι διακοσμημένη με σταυρό που από την βάση του ξεπηδούν φυλλοφόροι βλαστοί.
Τοιχογραφίες
Σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας του καθολικού της Άνω Ξενιάς αποτελεί και ο ζωγραφικός του διάκοσμος. Πρόκειται για ένα μεγάλο σύνολο παραστάσεων και αγίων που εκτυλίσσεται στον κυρίως ναό και το ιερό βήμα (ο νάρθηκας δεν έχει τοιχογραφίες), ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τις τριακόσιες, παρά το σχετικά μικρό χώρο που είχε στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης.
Το θεματολόγιο εκτυλίσσεται σε επάλληλες ζώνες. Στη χαμηλότερη ολόσωμοι άγιοι, πιο πάνω άγιοι σε προτομή μέσα σε κυκλικά πλαίσια (μετάλλια), ψηλότερα οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου και στην τελευταία ζώνη σκηνές από τη ζωή και το πάθος του Χριστού. Τα τόξα καλύπτονται από μαρτύρια αγίων, το ιερό βήμα από ιεράρχες και παραστάσεις σχετικές με τη Θεία Λειτουργία, ενώ στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού δεσπόζει η μεγάλη σύνθεση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Μία επιγραφή, πάνω από την θύρα που οδηγεί στον κυρίως ναό, μας πληροφορεί ότι ο ναός αγιογραφήθηκε το 1663 από τον «ζωγράφο» Ιωάννη «διά συνδρομής και δαπάνης και μόχθου» δύο ιερομονάχων της μονής, του Ηγουμένου Μαξίμου και του Προηγουμένου Κωνσταντίου.
Το σύνολο των τοιχογραφιών, που ακολουθεί τα πρότυπα της Κρητικής σχολής με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Θεοφάνη, διακρίνεται για την καθαρότητα και αρτιότητα του σχεδίου, την διαύγεια των χρωμάτων, την σταθερότητα και σιγουριά του καλλιτέχνη στην εκτέλεση του έργου του. Αν συγκρίνουμε τις τοιχογραφίες αυτές με άλλες σύγχρονές τους στη Θεσσαλία, διαπιστώνουμε ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους, που παρουσιάζουν μεγάλες αδυναμίες και στο σχέδιο και στην απόδοση των χρωμάτων, ο Ιωάννης διατηρεί μια ποιότητα που προσιδιάζει στους μεγάλους ζωγράφους της Κρητικής σχολής, που τον κατατάσσει στους σημαντικότερους ζωγράφους της εποχής του.
Άλλο σημαντικό έργο του Ιωάννη είναι οι τοιχογραφίες στην μονή Ρεντίνας στην Καρδίτσα, που αγιογραφήθηκαν ένα χρόνο πριν έρθει να δουλέψει στην Ξενιά.
Τον δυτικό εξωτερικό τοίχο του καθολικού καλύπτει η μεγάλη σύνθεση που παριστά την Δευτέρα Παρουσία. Είναι και αυτή εξαίρετο δείγμα της μνημειακής ζωγραφικής, φιλοτεχνημένη νωρίτερα από τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού, στο δεύτερο μισό του 16ου αι.
Σημερινή κατάσταση
Το Καθολικόν της μονής Άνω Ξενιάς διατηρείται σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Ύστερα από τις καταστροφές που προξένησε ο σεισμός του 1980 και χάρη στην πρωτοβουλία και το ενδιαφέρον του Ηγουμένου της Αρχιμ. Νεκταρίου Ντόβα (τον Οκτώβριο του 2002 εξελέγη Μητροπολίτης Κερκύρας), με δαπάνες της μονής και με την επίβλεψη της Ζ΄ Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων όλες οι ζημιές αποκαταστάθηκαν και οι τοιχογραφίες συντηρήθηκαν. Με τον τρόπο αυτό δεν διασώθηκε απλά ένα μνημείο με ιστορική, καλλιτεχνική και αρχαιολογική αξία, αφού αποτελεί βυζαντινό κτίσμα του τέλους του 10ου αι. με εξαίρετες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του 17ου αι., αλλά παραμένει χώρος ζωντανός, αφιερωμένος στην λατρεία του Θεού, και συνεχίζει να εκτελεί την αποστολή του, να συνδέει τα γήινα με τα ουράνια και πνευματικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτική)
- Βελέτζας Χερουβείμ, Αρχιμανδρίτης: Το μοναστήρι της Άνω Ξενιάς, έκδ. Ι. Μ. Άνω Ξενιάς, Βόλος, 2000.
- Βοκοτόπουλος Παναγιώτης: Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Βυζαντινά Μνημεία 2, Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1975.
- Γιαννόπουλος Νικόλαος: Η Ιερά Μονή Ξενιάς εν Θεσσαλία, Θεσσαλικά Χρονικά, Δ΄ (1934), σ. 64-85.
- Delvoye Charles: Βυζαντινή Τέχνη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1991.
- Krautheimer Richard: Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Φανή Μαλλούχου – Τουφάνο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991.
- Μουτσόπουλος Ν. Κ.: Εκκλησίες της Καστοριάς, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992.
- Μπούρα Λασκαρίνα: Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980.
- Παζαράς Θεοχάρης: Τα βυζαντινά γλυπτά του Καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου, Θεσσαλονίκη 1999.
- Παζαράς Θεοχάρης: Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, έκδ. Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα 1988.
- Χατζηδάκης Μανόλης: Έλληνες ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), Αθήνα, 1987.
__________________
*ο Αρχιμ. Χερουβείμ Βελέτζας είναι αδελφός της Ι. Μ. Άνω Ξενιάς, πτυχιούχος Θεολογίας και κάτοχος Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Χριστιανική Αρχαιολογία και Τέχνη.